- στραταρχία
- στρᾰτ-αρχία, ἡ,A office or dignity of general, Ph.2.90, Vett.Val.194.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στραταρχία — η, ΝΜΑ και στρατιαρχία Μ [στρατ(ι)άρχης] το αξίωμα και η εξουσία τού στρατάρχη νεοελλ. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρετεί κανείς ως στρατάρχης … Dictionary of Greek
στραταρχία — η το αξίωμα του στρατάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραταρχίας — στραταρχίᾱς , στραταρχία office fem acc pl στραταρχίᾱς , στραταρχία office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταρχίαν — στραταρχίᾱν , στραταρχία office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραταρχίαις — στραταρχία office fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιαρχία — ἡ, Μ βλ. στραταρχία … Dictionary of Greek
ταγματοστραταρχία — ἡ, Μ ταγματαρχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, ατος + στραταρχία (< στρατάρχης)] … Dictionary of Greek